καπηλοδύτης

καπηλοδύτης
καπηλοδύτης, ὁ (Α)
αυτός που σύχναζε σε καπηλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + -δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο-δύτης, τρωγλο-δύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καπηλοδύτης — tavern haunter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλοδύτας — καπηλοδύτᾱς , καπηλοδύτης tavern haunter masc acc pl καπηλοδύτᾱς , καπηλοδύτης tavern haunter masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλοδυτώ — καπηλοδυτῶ, έω (Α) [καπηλοδύτης] συχνάζω στα καπηλειά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”